τυμβωρυχώ

τυμβωρυχώ
τυμβωρυχῶ, -έω, ΝΜΑ [τυμβωρύχος]
ανασκάπτω τάφο για να τόν συλήσω, διαπράττω τυμβωρυχία
νεοελλ.
μτφ. διασύρω την φήμη νεκρού για προσωπικό μου όφελος
μσν.
μτφ. (κατά τον Συν.) «ἀποθανόντων λόγους κλέπτειν ἢ θοιμάτια
ὃ καλεῑται τυμβωρυχεῑν»
αρχ.
(για ύαινα) ανοίγω τα μνήματα πρόσφατα θαμμένων και κατατρώγω τις σάρκες τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυμβωρυχῶ — τυμβωρυχέω break open graves pres subj act 1st sg (attic epic doric) τυμβωρυχέω break open graves pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυμβωρυχώ — έω, Α [τυμβωρυχῶ] τυμβωρυχώ μαζί με άλλον, διενεργώ τυμβωρυχία μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • τυμβορυκτώ — έω, Μ [τυμβορύκτης] τυμβωρυχώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”